Ἰταλία

Ἰταλία
Ἰταλία, ας, ἡ (Soph., Ant. 1119; Hdt. 1, 24 al.; SIG 1229, 2 πλεύσας εἰς Ἰταλίαν; Philo; SibOr; oft. Joseph.) always w. the art. (B-D-F §261, 6) Italy Ac 18:2 (Jos., Ant. 16, 7 ἧκον ἀπὸ τῆς ʼΙτ.); 27:1, 6; Hb subscr. (no art.). οἱ ἀπὸ τ. Ἰταλίας Hb 13:24; s. ἀπό 3b.—Kl.-Pauly II, 1479–85 (lit.).

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἰταλία — Ἰταλίᾱ , Ἰταλία Italy fem nom/voc/acc dual Ἰταλίᾱ , Ἰταλία Italy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ἰταλίᾳ — Ἰταλίαι , Ἰταλία Italy fem nom/voc pl Ἰταλίᾱͅ , Ἰταλία Italy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — η μεσογειακή χώρα της Ευρώπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκραν Σάσο ντ’ Ιτάλια — Ορεινό συγκρότημα της Ιταλίας, η ψηλότερη κορυφή (2.912 μ.) στα κεντρικά Απένινα …   Dictionary of Greek

  • Ἰταλίας — Ἰταλίᾱς , Ἰταλία Italy fem acc pl Ἰταλίᾱς , Ἰταλία Italy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰταλίαι — Ἰταλία Italy fem nom/voc pl Ἰταλίᾱͅ , Ἰταλία Italy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰταλίαν — Ἰταλίᾱν , Ἰταλία Italy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βρανάς, Κορτήσιος — (Ιταλία 1564 – 1605). Λόγιος κληρικός του καθολικισμού, συγγραφέας και επιγραμματοποιός. Καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ηπείρου. Το 1591 πήγε στη Νάπολη της Ιταλίας, όπου διορίστηκε προϊστάμενος της ελληνικής εκκλησίας των Αποστόλων Πέτρου …   Dictionary of Greek

  • Ἰταλιῶν — Ἰταλία Italy fem gen pl Ἰταλιάζω live in Italy fut part act masc voc sg Ἰταλιάζω live in Italy fut part act neut nom/voc/acc sg Ἰταλιάζω live in Italy fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰταλίαις — Ἰταλία Italy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”